Η ιστορία της ζαχαροπλαστικής έχει καταγραφές τουλάχιστον 4,000 ετών, όταν οι Αιγύπτιοι απεικόνιζαν τις λιχουδιές τους σε πάπυρο. Τα ζαχαρωτά ήταν εμπορεύσιμο προϊόν ήδη από το 1566 π.Χ. Παρ' όλα αυτά, η σοκολάτα δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο, μέχρι που οι πολιτισμοί των Ατζέκων και των Μάγια ανακάλυψαν την αξία του κακαόδενδρου. Εικάζεται ότι η προέλευση του είναι από την κοιλάδα του Αμαζόνιου ή του Ορενόκο. Το 600 μ.Χ. οι Μάγια μεταναστεύουν στις βόρειες περιοχές της Νότιας Αμερικής, ιδρύοντας τις πρώτες γνωστές φυτείες κακαόδενδρου στο Γιουκατάν. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες ότι οι Μάγια γνώριζαν το κακάο πολλούς αιώνες πριν από αυτήν την ημερομηνία. Σίγουρο είναι πάντως ότι το θεωρούσαν ένα πολύτιμο εμπορεύσιμο αγαθό, που το χρησιμοποιούσαν τόσο σαν μέσο συναλλαγής, όσο και σαν μονάδα υπολογισμών και μέτρησης. Οι Μάγια και οι Αζτέκοι έπαιρναν τους σπόρους του κακαόδενδρου και παρασκεύαζαν ένα ρόφημα που το αποκαλούσαν "ξοκοάτλ". Ο ινδιάνικος θρύλος των Ατζέκων έλεγε ότι οι σπόροι του κακάο είχαν έρθει από τον παράδεισο, και ότι η βρώση του καρπού του κακαόδενδρου προσέδιδε δύναμη και σοφία. Αρχαία χρονικά αναφέρουν ότι οι Αζτέκοι, πίστευαν ότι ο θεός Κουετσακοάτλ ταξίδεψε στην γη πάνω στην ακτίνα φωτός του αυγερινού, φέρνοντας μαζί του το κακαόδενδρο από τον παράδεισο να το προσφέρει στους ανθρώπους. Έμαθαν από τον Κουετσακοάτλ πώς να καβουρδίζουν και να αλέθουν τους σπόρους, παρασκευάζοντας μια θρεπτική πάστα διαλυτή στο νερό. Πρόσθεταν καρυκεύματα και παρασκεύαζαν ένα ρόφημα "τσοκολάτλ", ή πικρό νερό, και πίστευαν ότι τους προσέδιδε παγκόσμια σοφία και γνώση.